Youtube

Youtube
Βρείτε το κανάλι μας στην ψηφιακή πλατφόρμα youtube.

Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2017

Νασος Βαγενάς: Ποιοι είναι οι υπεύθυνοι για τη βία στα πανεπιστήμια;

    Οπου δεν υπαρχει η νομιμοτητα, δηλαδή η εννομη ταξη υπαρχει ο πολεμος συμμοριων. Στα Πανεπιστημια με πρόφαση το πανεπιστημιακο άσυλο έχουμε πολεμο συμμοριων, διακινηση ναρκωτικων καταφυγιο κάθε είδους ανομιας. Άλλο ένα παράδειγμα είναι το Πεδιο του Αρεως. Αφου δαπανηθηκαν αρκετα εκατομμύρια για τον εκσυγχρονισμό του στην συνέχεια αφεθηκε απροστατευτο στην καταστροφή. Τωρα έχει γίνει άντρο εμπορίου ναρκωτικών και εκδιδόμενων νεαρών μικρής ηλικίας κυρίως μεταναστών. Υποτίθεται ότι ο χώρος είναι ευθύνη της Περιφέρειας Αττικής η οποία δεν πράττει τίποτε αποτελεσματικό όπως και η αστυνομία άλλωστε. Συνέπεια είναι το κέντρο της Αθήνας από το Πεδίο του Αρεως μέχρι την Ομόνοια να είναι μια απίστευτη αθλιότητα όπου με δυσκολία να μπορούμε να περπατήσουμε, ειδικά όταν ο ήλιος πέφτει. Η σύγκριση με άλλους αστικούς χώρους πρασίνου, όπως είναι η Μποργκέζε στην Ρώμη είναι μελαγχολική και αποδεικνύει ότι η χώρα μοιάζει πλεον περισσότερο με Μέση Ανατολή



πηγή: ΒΗΜΑ 22.10.2017
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=909766



Στη διαδικτυακή «διαμάχη» που προκάλεσε ανάμεσα στον Απόστολο Δοξιάδη και στον καθηγητή Διομήδη Σπινέλλη ο ξυλοδαρμός από αντιεξουσιαστές φοιτητή με αναπηρία στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο (βλ. Τα Νέα, 16 Οκτωβρίου), η αλήθεια ως προς την ευθύνη αυτού του ανοσιουργήματος βρίσκεται περισσότερο με το μέρος του Δοξιάδη. Λέω περισσότερο γιατί, καθώς ο Δοξιάδης δεν είναι πανεπιστημιακός και δεν έχει εσωτερική γνώση του πλαισίου μέσα στο οποίο τελέστηκε ο ξυλοδαρμός, ήταν αναμενόμενο να θεωρεί ως προς το θέμα της «προσωπικής ευθύνης» κύριο υπεύθυνο «τον πρύτανη ή το πρυτανικό Συμβούλιο». Οσο για τον Σπινέλλη, επειδή δεν είναι αμέτοχος στην εγκαθίδρυση αυτού του πλαισίου, η προσπάθειά του να ρίξει την αποκλειστική ευθύνη στους υπουργούς Παιδείας και Προστασίας του Πολίτη αποτελεί απέλπιδα επιθυμία υπεράσπισης των πανεπιστημιακών.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: από τη θεσμοποίηση με τον νόμο 1268/1982 του ΠαΣοΚ της φοιτητικής συμμετοχής στη σύνθεση των οργάνων της διοίκησης των πανεπιστημίων. Ηταν μια σκέψη ορθή για τον εκδημοκρατισμό της λειτουργίας των ΑΕΙ, τα οποία τότε βρίσκονταν υπό την καταχρηστική εξουσία της πανεπιστημιακής έδρας. Ομως η σκέψη αυτή μαγαρίστηκε ήδη από την αρχή όταν, με τον νόμο αυτόν, το ποσοστό συμμετοχής των φοιτητών στη ΓΣ του Τμήματος οριζόταν στο 35% των μελών της, αναλογία που αποτελούσε όχι «από τις πιο υψηλές στον κόσμο», όπως περηφανεύονταν οι συντάκτες του νόμου, αλλά το απόλυτο και ανυπέρβλητο ρεκόρ από κτίσεως κόσμου (και μέχρι τέλους του).

Η σκέψη ευτελίστηκε ακόμη περισσότερο με τον τροπολογικό νόμο 1566/1985, ο οποίος εισήγαγε αύξηση του ποσοστού των μεταπτυχιακών φοιτητών και ορισμό αναπληρωματικών εκπροσώπων των φοιτητών (ενώ κάτι τέτοιο δεν οριζόταν για τους διδάσκοντες), διατάξεις με τις οποίες η συμμετοχή των φοιτητών αυξήθηκε σε 45%. Επιπλέον: σύμφωνα με την παραπάνω τροποποίηση, οι πρυτανικές αρχές εκλέγονταν από ειδικό Σώμα Εκλεκτόρων, στο οποίο συμμετείχαν προπτυχιακοί φοιτητές ίσοι σε αριθμό με τους διδάσκοντες και μεταπτυχιακοί κατά 25% − δηλαδή οι εκλέκτορες φοιτητές οριζόταν να είναι 25% περισσότεροι από τους διδάσκοντες.

Θα περίμενε κανείς οι πανεπιστημιακοί να αντιδράσουν σε αυτή την άγρια παραβίαση κάθε έννοιας λογικής ως προς τη διοίκηση των ΑΕΙ. Αντ' αυτού συνέβη το αντίθετο. Οι φιλοδοξότεροι άδραξαν την ευκαιρία να προβληθούν ευρύτερα εκλεγόμενοι πρυτάνεις με την υποστήριξη κυρίως της φοιτητικής εκλογικής πελατείας τους, καταντώντας έτσι υποχείριά της (οι ελάχιστοι - παρ' ελπίδα εκλεγέντες - σοβαροί πρυτάνεις ήταν θεσμικά ανίσχυροι να αναστρέψουν την κατάσταση). Οι δημοκρατικότεροι ανέχτηκαν την υποβάθμισή τους από φόβο μήπως θεωρηθούν συντηρητικοί. Οι συντηρητικοί δέχτηκαν τη μοίρα τους από φόβο μήπως δεν θεωρηθούν δημοκρατικοί. Οι ελαχιστότατοι διαμαρτυρόμενοι δημοσίως για όλα αυτά εισέπρατταν τις λοιδορίες των δημοκρατικότερων και των πρυτάνεων γιατί «έριχναν νερό στον μύλο της Δεξιάς». Ηταν η κυριαρχία των φοιτητών στα πανεπιστήμια εκείνο που οδήγησε στην περιττή και άφρονα διάταξη του νόμου 1268 περί πανεπιστημιακού ασύλου (ο σκοπός του οποίου προστατευόταν, άλλωστε, από το άρθρο 16 του Συντάγματος) στην ιεροποίησή του. Και από αυτήν ξεκινούν όλα τα υπόλοιπα.
Το άσυλο, με τη μετατροπή του σε άβατο μόνο για τα όργανα της τάξεως, μεταβλήθηκε σε τόπο πάσης αταξίας, πανεπιστημιακής και θύραθεν, στον οποίο μπορούσε να ιερουργεί ανενόχλητος κάθε καρυδιάς τραμπούκος, με προεξάρχοντες τους αυτοαποκαλούμενους αντιεξουσιαστές (κι αυτό γιατί στην αρμόδια επιτροπή για την άρση του, η απόφαση της οποίας έπρεπε να είναι ομόφωνη, συμμετείχαν και φοιτητές). Και το σπουδαιότερο: με την ανοχή των προηγούμενων κυβερνήσεων και με την ενθάρρυνση τώρα του ΣΥΡΙΖΑ το άσυλο διαχύθηκε στην πόλη (σε κάθε πόλη που διαθέτει πανεπιστήμιο). Το ανεξάρτητο κράτος των Εξαρχείων δεν θα υπήρχε σήμερα αν οι ένοπλες δυνάμεις του δεν είχαν τη βάση τους στα υπόγεια του Πολυτεχνείου. Η «αντιεξουσιαστική» τρομοκρατία δεν θα είχε τις απίστευτες διαστάσεις που έχει σήμερα αν δεν υπήρχε το υποτιθέμενο πανεπιστημιακό άσυλο.

Και αυτό μάς φέρνει στο ερώτημα της αρχής, στην απόδοση της ευθύνης ως προς το άσυλο. «Οι κύριοι υπεύθυνοι είναι οι πρυτάνεις» λέει ο Δοξιάδης. Οι πραγματικοί υπεύθυνοι δεν είναι οι πρυτάνεις, απαντά ο Σπινέλλης, αλλά η κυβέρνηση. Το γεγονός ότι οι του ΣΥΡΙΖΑ ποτέ δεν κατόρθωσαν να κρύψουν αποτελεσματικά τις σχέσεις τους με την τρομοκρατία δεν σημαίνει, βέβαια, ότι είναι οι κύριοι υπεύθυνοι. Η απάντηση για έναν πανεπιστημιακό που έχει ζήσει την ιστορία του ασύλου από το 1982 έως σήμερα βρίσκεται, όπως είπαμε, πλησιέστερα στον Δοξιάδη. Γιατί αυτός, διαφορετικά από τον Σπινέλλη που την απεκδύεται, θέτει το θέμα της προσωπικής ευθύνης των πρυτάνεων. Θα ήταν ακριβέστερος αν μιλούσε για προσωπική ευθύνη των πανεπιστημιακών (προσωπικά του καθενός).

Διότι οι πραγματικοί υπεύθυνοι για αυτή την τραγική κατάσταση είναι απαξάπαντες οι πανεπιστημιακοί. Οι οποίοι, ενώ είναι στο χέρι τους να την αναστρέψουν, δέχονται μοιρολατρικά τον εξευτελισμό τους. Αλήθεια, ποια τάξη εργαζομένων θα ανεχόταν να εργάζεται υπό συνθήκες ανάλογες με αυτές των ανώτατων εκπαιδευτικών μας χωρίς να αντιδρά και χωρίς να προσπαθεί να επιβάλει τον σεβασμό των δικαιωμάτων της, πλην της ψοφοδεούς τάξης των πανεπιστημιακών;

Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.{IDI}

Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2017

Κυκλοφόρησε το νέο τεύχος του περιοδικού ΚΟΡΑΛΛΙ


    ΤΟ ΝΕΟ, ΔΙΠΛΟ ΤΕΥΧΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «ΚΟΡΑΛΛΙ»
    με αφιέρωμα στον παλαιό κινηματογραφιστή και συγγραφέα της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς Κώστα Ασημακόπουλο, με ση...μαντική όπως πάντα λογοτεχνική ύλη και μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη του ζωγράφου Γιάννη Ψυχοπαίδη (έργα του οποίου κοσμούν το εξώφυλλο και τις σελίδες του τεύχους) τυπώθηκε και από αύριο θα βρίσκεται στα κεντρικά βιβλιοπωλεία της Αθήνας. Στο αφιέρωμα για τον Κ. Ασημακόπουλο γράφουν οι Μιχ. Μερακλής, Θ. Πυλαρινός, Στ. Τσούπρου, Διον. Μουσμούτης, Κων. Μπούρας, Κ. Βάσσης, Ελ. Κεκροπούλου, Ελ. Ηλιοπούλου, Νίκη Καλτσόγια, Ελ. Λάζαρ, Διον. Μαγκλιβέρας, Τζ. Ξυνογιαννακοπούλου, Πραξ. Τζανουλίνος και Κώστας Χατζηαντωνίου.
    Στο τεύχος αυτό ο Δημ. Τριανταφυλλίδης μεταφράζει Μαρίνα Τσβετάγιεβα, ο Τ. Παπαγγελόπουλος Γ. Ώντεν, ο Γ. Σχορετσανίτης Γ. Χάρπερ, ο Σ. Σταμπουλού Φ. Μπράουν κι ο Φ. Πιομπίνος Γκυ ντε Μωπασάν ενώ δημοσιεύονται νέα ποιήματα του Γιώργου Γώτη, του Νίκου Αλεξίου, του Βασίλη Ζηλάκου, της Έλενας Σταγκουράκη, της Χρύσας Βλάχου, της Μαρίας Πολίτου και του πρόσφατα χαμένου Γιάννη Θέσπη. Στο πεδίο της αφήγησης μπορεί ο αναγνώστης να διαβάσει διηγήματα της Ζέτας Κουντούρη, του Γιώργου Βουλγαράκη και του Ν. Μπακιού ενώ πολύ ενδιαφέροντα είναι τα δοκίμια του Κυριάκου Χαραλαμπίδη για τον ελληνικό λόγο, του Δ. Μαρουδή για ένα ιδιαίτερο έργο του Μοντριάν, του Σπ. Κουτρούλη για τη γενιά του ’30 και τον Ηλία Πετρόπουλο, της Έλενας Χατζόγλου (για το λογοτεχνικό μοτίβο της «δημιουργικής» θυσίας), της Χαράς Κοσεγιάν για τη σχέση Καζαντζάκη- Καββαδία και του Αντώνη Γκάντζη για το έργο της Έλσας Κορνέτη.
    Στις σελίδες της κριτικής ο Χρίστος Παπαγεωργίου γράφει για το μυθιστόρημα του Γιάννη Μακριδάκη «Όλα για καλό», η Άννα Αφεντουλίδου για το μυθιστόρημα του Βαγγέλη Αυδίκου «Οι τελευταίες πεντάρες», ο Στέλιος Μαφρέδας για το βιβλίο διηγημάτων της Ελισάβετ Χρονοπούλου «Φοράει κοστούμι», ο Σωτήρης Σουλιώτης για το μυθιστόρημα της Εύας Στάμου «Η εκδρομή», η Κατερίνα Κούσουλα για την ποιητική συλλογή της Μαρίας Σκουρολιάκου «Χρώμα αύριο», η Χλόη Κουτσουμπέλη για την ποιητική συλλογή του Πέτρου Γκολίτση «Η σάρκα των προσωρινών» και ο Δημ. Μπαλτάς για την «Μια ματιά στον κόσμο του Πούσκιν» της Ελένης Κατσιώλη. Τέλος, το τεύχος κλείνει με την τακτική θεατρική στήλη της Κατερίνας Θεοδωράτου.

Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2017

Νάσος Βαγενάς: Αποκύημα θεωριακής αφέλειας



ΒΗΜΑ:1.10.2017
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=904486&wordsinarticle=%CE%B2%CE%B1%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CE%B1%CF%82%3b%CE%9D%CE%B1%CF%83%CE%BF%CF%82

Ελεγα στην προηγούμενη επιφυλλίδα μου («Το έμαθαν από τους ξένους», 20.8.2017) ότι η βεβαιότητα των περισσότερων σήμερα ιστορικών μας η απορρέουσα από τη μεταμοντέρνα (ως επί το πλείστον) θεωρία ότι οι Ελληνες πριν από τον 19ο  αιώνα δεν είχαν εθνική συνείδηση παρά μόνο πολιτισμική είναι μύθος· όπως μύθος είναι και το ότι έλαβαν το όνομά τους και την εθνική τους ταυτότητα από τους Ευρωπαίους του Διαφωτισμού και του περιηγητισμού, μέσω μιας ελληνόφωνης ελίτ που, έχοντας ταξιδέψει ή/και σπουδάσει στην Ευρώπη, «απέκτησε πρόσβαση στο αρχαιοελληνικό "παρελθόν"», το οποίο τους ήταν άγνωστο προηγουμένως.

Οι θιασώτες αυτής της βεβαιότητας δεν τεκμηριώνουν τις διαπιστώσεις τους ή, όταν αισθάνονται την ανάγκη να προσκομίσουν κάποιο αποδεικτικό στοιχείο, αυτό είναι ασήμαντο ή ιδεοληπτικό. Επαναπαυόμενοι στην αυθεντία της προκρούστειας κατασκευής τους κοιτάζουν αφ' υψηλού όσους την αμφισβητούν χαρακτηρίζοντάς τους συλλήβδην «θετικιστές παρωπιδοφόρους της κοινής λογικής».

Αλλά ας δούμε τι λέει η καταφρονούμενη σήμερα στο ελληνικό πανεπιστήμιο (και όχι μόνο σε αυτό) κοινή λογική. Οι μορφωμένοι ελληνόφωνοι, λέει, δεν χρειάζονταν τους ξένους για να μάθουν ότι είναι Ελληνες, γιατί ήξεραν αρχαία ελληνικά και είχαν άμεση πρόσβαση στο αρχαιοελληνικό παρελθόν, ενώ είναι απίθανο οι ξένοι περιηγητές στην Ελλάδα, που δεν γνώριζαν τη νέα ελληνική, να γνωστοποιούσαν στον αγράμματο λαό την ταυτότητά του. Είναι λογικότερο οι αγράμματοι να το μάθαιναν αυτό από τους μορφωμένους Ελληνες. Για να το πούμε ιστοριογραφικότερα:

Αν λάβουμε υπόψη ότι «η αντίθεση ανάμεσα σε κάποια λόγια, επίσημη παράδοση, και σε κάποια λαϊκή παράδοση, με ενιαία και ακίνητα στοιχεία, είναι ιστορικά ανυπόστατη, γιατί η ώσμωση και η αλληλοδιείσδυση ανάμεσα στον λαϊκό και τον λόγιο πολιτισμό επιτελείται πάντα» (Σβορώνος)· ότι «η κυρίαρχη εντύπωση ότι η εγγραμματοσύνη στην ελληνική κοινωνία των αιώνων της Οθωμανικής και της Βενετικής κυριαρχίας ήταν περιορισμένη είναι ψευδής» (Ασδραχάς)· και ότι ο νέος ελληνισμός είχε πριν από τον 19ο αιώνα περισσότερα από τριακόσια χρόνια έντυπης παράδοσης, τότε αντιλαμβανόμαστε την ερευνητική ολιγωρία των εν λόγω ιστορικών μας. «Δεν υπάρχει Ελληνας», έγραφε στις αρχές του 18ου αιώνα ο περιηγητής De Saint Maure, «που να μην ισχυρίζεται ότι η καταγωγή του κρατάει από τον Πρίαμο, τον Θησέα ή κάποιον άλλον ήρωα».

Η κοινή λογική λέει, επίσης, ότι είναι πιθανότερο να είναι οι Ελληνες εκείνοι που πληροφόρησαν τους ξένους για την ταυτότητά τους. Πρώτον γιατί η συνείδηση ότι συνδέονται με σχέση συγγένειας με τους αρχαίους Ελληνες, που είχε εμφανιστεί με τη μορφωμένη ελίτ ήδη από τον 12ο αιώνα, είχε απλωθεί σε έκταση εθνικής κοινότητας ήδη από τον 16ο αιώνα· και δεύτερον γιατί ο φωτισμός των Ευρωπαίων σε ό,τι αφορά την ελληνική αρχαιότητα από τους ελληνομαθέστερους από αυτούς έλληνες λογίους που κατέφυγαν στη Δύση μετά την Αλωση δεν πρέπει να υποτιμάται. Η πιθανότητα γίνεται βεβαιότητα αν διαβάσει κανείς με - έστω στοιχειώδη - προσοχή τις γραπτές μαρτυρίες. Αφήνοντας κατά μέρος τις εκκλήσεις όχι λίγων μεταβυζαντινών προς ξένους ηγεμόνες να απαλλάξουν τους Ελληνες από τον οθωμανικό ζυγό, οι οποίες συνοδεύονταν συχνά από υπομνήματα για την κατάσταση των Ελλήνων, διαφωτιστική είναι η μελέτη της αλληλογραφίας πολλών ελλήνων λογίων (16ος-18ος αι.) με ξένους ομολόγους τους που τους ζητούν πληροφορίες για την Ελλάδα και τους Ελληνες. Οι Μ. Μουσούρος, Αρ. Αποστόλης, Φρ. Πόρτος, Αντ. Επαρχος, Ι. Διασωρηνός, Π. Ρουσσάνος, Θ. Ζυγομαλάς, Γ. Σεβήρος, Μ. Πηγάς, Ι. Καστρίτσιος, Κ. Λούκαρης, Μ. Κριτόπουλος, Φρ. Σκούφος, Αλ. Μαυροκορδάτος και άλλοι γίνονται για τους ξένους πηγές νεοελληνογνωσίας. Ενα εύγλωττο παράδειγμα: η δίψα του Μαρτίνου Κρούσιου (1526-1607), που ζητούσε από τους Ελληνες που έφταναν στην Τιβίκη να του στείλουν περιγραφές της ελληνικής πραγματικότητας της εποχής.

Συστηματικότερη πληροφόρηση των Ευρωπαίων για την ελληνική πραγματικότητα παρέχουν βιβλία που εκδίδονται σε ευρωπαϊκές χώρες από Ελληνες, με τίτλους χαρακτηριστικούς. Το 1619 ο Χριστόφορος Αγγελος τυπώνει στο Κέιμπριτζ το Εγχειρίδιον περί της καταστάσεως των σήμερον ευρισκομένων Ελλήνων, το οποίο, μεταφρασμένo, εκδίδεται στα λατινικά (1619), στα αγγλικά (1625), σε δίγλωσση έκδοση ελληνική και λατινική (1655· ανατυπώθηκε τέσσερις φορές: 1668, 1676, 1678, 1720) και στα γερμανικά (1659· ανατυπώθηκε το 1664). Το 1678 ο Ιωσήφ Γεωργιρήνης δημοσιεύει στο Λονδίνο το A Description of the Present State of Samos, Nicaria, Patmos and Mount Athos, επειδή «ουκ ολίγοι των Βρετανών φιλομαθών εξελιπάρησαν περιγράψαι ον τρόπον τον βίον πολιτεύεται το νυν έχον γένος των Ελλήνων υπό των ασεβών και βαρβάρων Αγαρηνών». Περί το 1710 ο Αναστάσιος Μιχαήλ τυπώνει στο Αμστερνταμ τον Λόγον περί ελληνισμού αντικρούοντας την άποψη διαφόρων ευρωπαίων ελληνιστών ότι οι Ελληνες είχαν πλέον πάψει να υπάρχουν. Το 1714 ο Αλέξανδρος Ελλάδιος δημοσιεύει στη Γερμανία το Status praesens Ecclesiae graecae, που παρέχει και πληροφορίες για το μορφωτικό επίπεδο των Νεοελλήνων και για τη λογοτεχνική τους ιστορία. Το 1793 ο Ι. Δονάς Πασχάλης δημοσιεύει τη Lettera in apologia (ελλην. μτφρ. Επιστολή απολογητική, 1802), που υπερασπίζεται την υπεροχή των Ελλήνων (αρχαίων και νέων) έναντι των Εβραίων και συστήνει στους Ευρωπαίους τα έργα της νεοελληνικής γραμματείας.

Ολα αυτά, και πολλά άλλα, δείχνουν το μέγεθος της θεωριακής αφέλειας των πρωτοπορούντων σήμερα ιστορικών μας.


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.